χάνσα

χάνσα
Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας Ευρώπης (οι περισσότερες ήταν παραλιακές και σχεδόν όλες γερμανικές και ολλανδικές) που σχηματίστηκε κατά τον Μεσαίωνα για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, κυρίως εμπορικών. Η πράξη της γέννησής της μπορεί να αναχθεί στο σύμφωνο που υπέγραψαν το 1241 οι πόλεις Λίμπεκ και Αμβούργο και στο οποίο προσχώρησαν, το 1256, το Στράλσουντ, το Λούνεμπουργκ, το Βίσμαρ και το Ρόστοκ και αργότερα πολλές άλλες πόλεις του εσωτερικού. Αυτές ουσιαστικά κατόρθωσαν να επεκτείνουν την εμπορική κυριαρχία τους σε όλη τη Βαλτική Θάλασσα και να φτάσουν, στην περίοδο της μεγαλύτερης ακμής (14ος – 15ος αι.), στις 90. Παρ’ όλη όμως την επέκταση και τη δύναμή της, η Χανσεατική Ένωση δεν πήρε ποτέ τη μορφή πραγματικής ομοσπονδίας: δεν είχε πραγματικά ειδικούς κανονισμούς, δεν ανέπτυξε κοινή αμυντική οργάνωση, ούτε έκανε πόλεμο στον οποίο να πάρουν ενεργό μέρος όλες οι πόλεις, και ενεργούσε πάντα σύμφωνα με τις αποφάσεις που έπαιρναν οι δίαιτες οι οποίες συνέρχονταν κατά διαστήματα πολλών ετών και χωρίς καθορισμένη προθεσμία. Μετά τα μέσα του 15ου αι. η Ένωση παρήκμασε, τόσο γιατί μετατοπίστηκαν τα ρεύματα του ρωσικού, του σουηδικού και του βαλτικού εμπορίου, όσο και εξαιτίας της ανακάλυψης της Αμερικής και τέλος εξαιτίας της αγγλικής πολιτικής, που, με τον Νόμο περί Ναυτιλίας (1651) αφαίρεσε από τους Χανσεατικούς τα προνόμια που είχαν στην αγγλική αγορά. Η τελευταία σημαντική δίαιτα συνήλθε το 1669. Το 1815, τέλος, οι πόλεις Λίμπεκ, Αμβούργο και Βρέμη, στις οποίες είχε περιοριστεί η Χανσεατική Ένωση, προσχώρησαν πλέον στη Γερμανική Ομοσπονδία, που από καιρό υπήρχε μόνο ονομαστικά. X. των δεκαεπτά πόλεων. Συνεταιρισμός εμπόρων ειδών υφαντουργίας των Κάτω Χωρών και της βόρειας Γαλλίας, που ιδρύθηκε από το 1230. Η ένωση αυτή εξασφάλιζε τις συναλλαγές τους με το Ιλ ντε Φρανς και ιδιαίτερα με την Καμπανία, των οποίων τα παζάρια προσήλκυαν τους Ιταλούς. Η X. αυτή διαλύθηκε τον 14o αι., στη διάρκεια του Εκατονταετή πολέμου. X. του Λονδίνου. Ένωση φλαμανδικών πόλεων, που ιδρύθηκε τον 12o αι. και ασχολήθηκε με το εμπόριο με την Αγγλία κάτω από την ηγεσία της Βρύγης. Το καταστατικό της X., πριν από το 1187 καταρτισμένο, εξασφάλιζε σε μια αριστοκρατία εμπόρων το μονοπώλιο της εισαγωγής μαλλιού από την Αγγλία. Η παρακμή της άρχισε μετά το 1294, οπότε ο βασιλιάς της Αγγλίας υπέδειξε στους Άγγλους εμπόρους να στέλνουν μαλλί σε ένα μόνο λιμάνι της ηπειρωτικής Ευρώπης. Εξάλλου, με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην Αγγλία έπαψε η εισαγωγή φλαμανδικών υφασμάτων γύρω στον 14o αι. Χαλκογραφία που εικονίζει τη Βρέμη, ένα από τα προπύργια της τευτονικής Χανσεατικής Ένωσης, σε κώδικα του 1576 (Μιλάνο, Συλλογή Μπερταρέλι).
* * *
η, Ν
1. ιστορική εταιρεία εμπόρων
2. η χανσεατική ένωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hansa < αρχ. άνω γερμ. hansa «εταιρεία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χανσεατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χάνσα 2. φρ. «χανσεατική ένωση» εμπορική οργάνωση ορισμένων γερμανικών πόλεων τού Μεσαίωνα, που είχε στόχο την προώθηση τών διεθνών ανταλλαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • χάμσα — και χάνσα, ἡ, Α 1. κύκνος, χήνα 2. λευκό πτηνό, σύμβολο τής σοφίας και τής μύησης 3. ιερό υποζύγιο τού θεού Βράχμα προικισμένο με τη δύναμη να διαχωρίζει το νερό από το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από την Αρχαία Ινδική] …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Στράλσουντ — (Stralsund). Πόλη της Γερμανίας στην επαρχία του Ροστόκ (75 000 κάτοικοι). Είναι σπουδαίο εμπορικό λιμάνι στη Βαλτική θάλασσα και μεγάλο βιομηχανικό κέντρο παραγωγής μηχανών, τροφίμων (ζάχαρης, μπίρας, κονσερβών) χημικών προϊόντων, δερμάτινων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”